- οἰόκερως
- οἰόκερως, ωτος, ὁ, ἡ, ([etym.] κέρας)A one-horned, Opp.C.2.96.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιόκερως — ο (Α οἰόκερως, έρωτος, ὁ, ἡ) νεοελλ. (παλαιοντ.) γένος σεληνοδοντίων οπληφόρων θηλαστικών που απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε στρώματα τού κατώτερου πλειόκαινου στο Πικέρμι, στη Σάμο κ.α. αρχ. αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο, μονοκέρατος,… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek